μήλοψ

μήλοψ
μῆλοψ, -οπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει το κίτρινο χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού («μῆλοψ καρπός» — ο σίτος, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οψ- (< ὄψ, ὀπός* «όψη»), πρβλ. οίν-οψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • MELINUS Color — Graece μήλινος, quem saepe commemorari in vestibus personarum Comicarum, notat Scaliger Poetic. l. 1. c. 13. non a Melino pigmento, quod in Mela Insul. effodiebatur, sed a colore malorum, quae Graecis μῆλα, dictus; luteus est seu ex albo rufoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”